- δραστηρίως
- δραστήριοςactiveadverbialδραστήριοςactivemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… … Dictionary of Greek
ԸՄԲՌՆՈՂԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0763 Chronological Sequence: 8c, 12c մ. δραστηρίως Պինդ ունելով. կալամբ. պարունակելով. եւ Պնդապէս. տիրապէս. *Ոչ ըմբռնողապէս, որպէս օդ եւ ջուր յամանի ... այլ բնաւորապէս միացեալ. Շ. թղթ.: *Փութայ ըմբռնողապէս կալմամբ պահել ʼի սրտին. Շ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)